straat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

straat (nl) κοινό

  1. ο δρόμος, η οδός
    hij is op de hoek van de straat - είναι στη γωνία του δρόμου
  2. (γεωγραφία) το στενό, ο πορθμός