strap

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
strap straps

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

strap (en)

  1. ιμάντας, λουρί, λουρίδα, λουράκι
    The soldier tightened the strap of his helmet.
    Ο στρατιώτης έσφιξε το λουρί του κράνους του
  2. give the strap: χτυπώ κάποιον με λουρί, μαστιγώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]
ενεστώτας strap
γ΄ ενικό ενεστώτα straps
αόριστος strapped
παθητική μετοχή strapped
ενεργητική μετοχή strapping

strap (en)