streamlined
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]streamlined (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του streamline
Επίθετο
[επεξεργασία]streamlined (en)
streamlined (en)
streamlined (en)