strike out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας strike out
γ΄ ενικό ενεστώτα strikes out
αόριστος struck out
παθητική μετοχή struck out
ενεργητική μετοχή striking out

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις strike και out

Ρήμα[επεξεργασία]

strike out (en)

  1. καινοτομώ
  2. διαφοροποιούμαι
  3. ξεκινώ κάτι νέο
  4. strike out at: χτυπώ