strike out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | strike out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strikes out |
αόριστος | struck out |
παθητική μετοχή | struck out |
ενεργητική μετοχή | striking out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
strike out (en)
- καινοτομώ
- διαφοροποιούμαι
- ξεκινώ κάτι νέο
- strike out at: χτυπώ