strongly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]strongly (en)
- δυνατά
- ↪ He entered the match strongly with a goal.
- (Αυτός) μπήκε στον αγώνα δυνατά με γκολ.
- ↪ He entered the match strongly with a goal.