strongly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
strongly < strong + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

strongly (en)

  • δυνατά
    He entered the match strongly with a goal.
    (Αυτός) μπήκε στον αγώνα δυνατά με γκολ.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]