structuralisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
structuralisme structuralismes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

structuralisme (fr) αρσενικό