struggle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
struggle struggles

struggle (en)

ενεστώτας struggle
γ΄ ενικό ενεστώτα struggles
αόριστος struggled
παθητική μετοχή struggled
ενεργητική μετοχή struggling

struggle (en)