strzała
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strzała | strzały |
γενική | strzały | strzał |
δοτική | strzale | strzałom |
αιτιατική | strzałę | strzały |
οργανική | strzałą | strzałami |
τοπική | strzale | strzałach |
κλητική | strzało | strzały |
Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]strzała < πρωτοσλαβική strěla
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]strzała (pl) θηλυκό
- το βέλος