strzała

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική strzała strzały
γενική strzały strzał
δοτική strzale strzałom
αιτιατική strzałę strzały
οργανική strzałą strzałami
τοπική strzale strzałach
κλητική strzało strzały

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsṭʃawa/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

strzała < πρωτοσλαβική strěla

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

strzała (pl) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]