studo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | studo | studoj |
αιτιατική | studon | studojn |
studo (eo)
- η μελέτη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | studo | studoj |
αιτιατική | studon | studojn |
studo (eo)