stupide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

stupide < λατινική stupidus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sty.pid/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
stupide stupides

stupide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. βλάκας, παλαβός, ανούσιος, σαχλός
  2. βλακώδης

Συγγενικά[επεξεργασία]