subdivision

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

subdivision (en)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
subdivision < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
subdivision subdivisions

subdivision (fr) θηλυκό