subordinate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

subordinate (en)

Επίθετο

[επεξεργασία]

subordinate (en)

  1. αυτος που τοποθετείται σε κατώτερη τάξη ή θέση, που ελέγχεται από μια μορφή εξουσίας, εξαρτημένος, υποτελής
    the king and the subordinate knights - ο βασιλιάς και οι υποτελείς ιππότες
  2. η εξαρτημένη πρόταση, η δευτερεύουσα
    subordinate clause - δευτερεύουσα πρόταση

subordinate (en)

  1. υποτάσσω
  2. (οικονομικά) δίνω ήσσονα προτεραιότητα σε πληρωμές εν όψει χρεωκοπίας