sucrière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sucrière sucrières

sucrière (fr) θηλυκό