summons

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
summons summonses

summons (en)

  • (νομικός όρος) η κλήση, η κλήτευση, η επίσημη πρόσκληση κάποιου για να παρουσιαστεί στο δικαστήριο
    I issue a summons.
    Εκδίδω κλήση.
    I serve someone a summons.
    Επιδίδω κλήση σε κάποιον.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • summons στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

summons (en)