supervision
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]supervision (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
supervision | supervisions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]supervision (fr) θηλυκό
- η επιστασία
- η επιθεώρηση
- η επιτήρηση
- η επίβλεψη
- η εποπτεία