supervision

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

supervision (en)

      ενικός         πληθυντικός  
supervision supervisions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

supervision (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]