supplier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
supplier suppliers

supplier (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

supplier < λατινική supplicare

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sy.pli.je/
 

supplier (fr)