supplier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
supplier | suppliers |
supplier (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]supplier < λατινική supplicare
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]supplier (fr)