supporter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
supporter supporters

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

supporter (en)

  1. υποστηρικτής
  2. (εραλδική) υποστηρικτής, πρόσωπο, ζώο ή αντικείμενο, που συνήθως τοποθετούνται σε κάθε πλευρά ενός θυρεού, και απεικονίζονται να τον κρατούν



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
supporter (ρήμα) < λατινική supportare
supporter (ουσιαστικό) < αγγλική supporter

Προφορά

[επεξεργασία]
 

supporter (fr)

  1. υποστηρίζω
  2. ανέχομαι
  3. αντέχω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
supporter supporters

supporter (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

και