suzerainty

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈsjuːz(ə)rənti/, /ˈsjuːzrənti/

Ετυμολογία en

[επεξεργασία]

suzerainty < ύστερος 18ος αιώνας: suzerain < γαλλικά: sus («πάνω, υπερ, άνω, άνωθεν») + -erain ( < souverain «επικυρίαρχος»).

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

suzerainty (en)

  • επικυριαρχία με αναγνώριση μερικής αυτονομία, υπερκυριαρχία όπου το κυρίαρχο κράτος αναγνωρίζει σε υποπολιτεία του μερική αυτονομία υπό όρους (η σύγχρονη αυτονομία παρέχει συνήθως περισσότερα δικαιώματα)