sweetness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sweetness < sweet + -ness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sweetness (en) (μη μετρήσιμο)

  • η γλύκα, η γλυκύτητα, η ιδιότητα και η αίσθηση του γλυκού
    the sweetness of honey - η γλύκα του μελιού