syphilitique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- syphilitique < syphilis
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
syphilitique | syphilitiques |
syphilitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
syphilitique | syphilitiques |
syphilitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός (ή αυτή) που πάσχει από σύφιλη