szczyt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

szczyt < πρωτοσλαβική ščitъ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃt͡ʃ̑ɨt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

szczyt (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]