sześć

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃɛɕʨ̑/
 

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

sześć (pl)

  1. ο αριθμός έξι
    w teleturnieju udział brało sześć kobiet - στον τηλεμαραθώνιο πήραν μέρος έξι γυναίκες

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]