télépathie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
télépathie télépathies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

télépathie (fr) θηλυκό