tırnak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tırnak (tr)

  1. το νύχι
  2. το καθένα από τα εισαγωγικά (σημείο στίξεως)