taf

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /taf/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
taf tafs

taf (fr) και taffe αρσενικό

  1. φόβος
  2. δουλειά, εργασία