tagiador
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βενετικά (vec)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tagiador < tagia(r) (κόβω) + -dor
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: ταγιαδόρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tagiador (vec) αρσενικό
- κόφτης, αυτός που κόβει
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- στα ιταλικά: tagliatore
Πηγές
[επεξεργασία]- σελ. 731 tagiador - Boerio, Giuseppe (1867) Dizionario del dialetto veneziano (Λεξικό της βενετικής διαλέκτου), Βενετία: G. Cecchini. 3η έκδοση @books.google.