tail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tail tails

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tail (en)

  1. η ουρά
  2. (αμερικανικά αγγλικά, προφορικό) ο πισινός
    He fell on his tail.
    Έπεσε με τον πισινό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη buttock