take exception

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
take exception < → δείτε τις λέξεις take και exception

Έκφραση

[επεξεργασία]

take exception (en)

  • (ιδιωματισμός) μου κακοφαίνεται κάτι, έχω αντιρρήσεις
    He took exception to something that I said about his wife.
    Του κακοφάνηκε κάτι που είπα για τη γυναίκα του.
    She took exception to my appearance.
    Είχε αντιρρήσεις για την εμφάνισή μου.