taking
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | taking |
συγκριτικός | more taking |
υπερθετικός | most taking |
taking (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
taking | takings |
taking (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]taking (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του take
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 501. ISBN 9780194325684., λήμμα: λήψη