talon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
talon talons

talon (fr) αρσενικό

  1. (ανθρώπινο σώμα) η φτέρνα του ποδιού
  2. (υπόδηση) το τακούνι του παπουτσιού
  3. το ταλόν (σιλικόνης)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]