tautology

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tautology tautologies

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tautology < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική tautologia < αρχαία ελληνική ταὐτολογία. Κλασικό σύνθετο που αναλύεται σε tauto- + -logy

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɔˈtɒl.ə.d͡ʒi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tautology (en)

  1. ταυτολογία
  2. (λογική) ταυτολογία[1]
    Αντώνυμο: contradiction

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • tautology στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Αγγλοελληνικό Λεξικό Μαθηματικής Ορολογίας, σελ. 344, Γιώργος Γεωργίου, Τμήμα Μαθηματικών και Στατιστικής Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία, Νοέμβριος 1999. Προσπέλαση 2020-02-29