taximètre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
taximètre < γερμανική Taxameter < λατινική taxa + αρχαία ελληνική μέτρον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tak.si.mɛtʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
taximètre taximètres

taximètre (fr) αρσενικό

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]