technique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɛk.nik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
technique techniques

technique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
technique techniques

technique (fr) θηλυκό