tectonique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tectonique tectoniques

tectonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. τεκτονικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tectonique tectoniques

tectonique (fr) θηλυκό

  1. η τεκτονική