teller

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
teller tellers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

teller (en)

  1. αφηγητής
  2. ταμίας (τράπεζας)
  3. ψηφολέκτης