terminologio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- terminologio < terminologi + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | terminologio | terminologioj |
αιτιατική | terminologion | terminologiojn |
terminologio (eo)
- η ορολογία
- faka terminologio, θεματική ορολογία