testicule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
testicule testicules

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

testicule (fr) θηλυκό