théorème

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
théorème théorèmes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

théorème (fr) αρσενικό