thérapeutique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /te.ʁa.pø.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
thérapeutique thérapeutiques

thérapeutique (fr) αρσενικό ή θηλυκό