throng

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
throng throngs

throng (en)

ενεστώτας throng
γ΄ ενικό ενεστώτα throngs
αόριστος thronged
παθητική μετοχή thronged
ενεργητική μετοχή thronging

throng (en)