through and through
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]through and through (en)
- (ιδιωματισμός) πέρα ως πέρα
- ↪ He’s a scoundrel through and through.
- Είναι παλιάνθρωπος πέρα ως πέρα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ He’s a scoundrel through and through.