ticket office
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ticket office | ticket offices |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ticket office (en)
- το εκδοτήριο
- ↪ I went to the ticket office yesterday and got our tickets.
- Πήγα στο εκδοτήριο χθες και πήρα τα εισιτήριά μας.
- ↪ I went to the ticket office yesterday and got our tickets.