tighten one's belt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]- (ιδιωματισμός, μεταφορικά) σφίγγω το ζωνάρι/τη ζώνη
- ↪ I am tightening my belt at the supermarket due to high inflation.
- Σφίγγω το ζωνάρι στο σούπερ μάρκετ λόγω του υψηλού πληθωρισμού.
- ↪ I am tightening my belt at the supermarket due to high inflation.
Πηγές
[επεξεργασία]- tighten one's belt - Cambridge Dictionary online