tip

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tip tips

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tip (en)

  1. η συμβουλή, η υπόδειξη, χρήσιμη πληροφορία
    quick tip - γρήγορη συμβουλή/υπόδειξη
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advice
  2. φιλοδώρημα, πουρμπουάρ
  3. η άκρη, η αιχμή, η μύτη, η κορυφή
    the tip of the tongue/nose - η άκρη της γλώσσας/μύτης
    the tips of my fingers - οι άκρες των δαχτύλων μου
     συνώνυμα: point
  4. χωματερή

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tip (ro)