tirage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tirage tirages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tirage (fr) αρσενικό

  1. το τράβηγμα, η έλξη
  2. η κλήρωση

Συγγενικά[επεξεργασία]