tissue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tissue tissues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tissue (en)

  1. το ύφασμα
  2. το χαρτομάντιλο
  3. (ανατομία) ο ιστός