to the point
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]to the point (en)
- (ιδιωματισμός) στο θέμα, εκφράζεται με απλό, ξεκάθαρο τρόπο χωρίς επιπλέον πληροφορίες ή συναισθήματα
- ↪ brief and to the point - σύντομος και στο θέμα
Πηγές
[επεξεργασία]- point (idioms): to the point - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 853. ISBN 9780194325684., λήμμα: σύντομος