toil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

toil (en)

What profit has a man from all his labour in which he toils under the sun? (Ecclesiastes)
τίς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον; (Εκκλησιαστής)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

toil (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]