toilette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /twa.lɛt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
toilette toilettes

toilette (fr) θηλυκό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Προσοχή: στον πληθυντικό, les toilettes = το αποχωρητήριο.