toiture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /twa.tyːʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
toiture toitures

toiture (fr) θηλυκό